- μαϊστράλι
- [маистрали] ουσ ο северо-западный ветер, северо- запад.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
μαϊστράλι — το ιού (λ. βενετ.), ελαφρός μαΐστρος: Τα μαλλιά της ανέμιζαν στο μαϊστράλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαϊστράλι — το βορειοδυτικός μέτριος ή και περισσότερο από μέτριος σε ένταση άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistral] … Dictionary of Greek